αιτιότητα

αιτιότητα
Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α. προκάλεσε το ενδιαφέρον του φιλοσοφικού στοχασμού και της επιστημονικής έρευνας από τότε που εμφανίστηκε. Οι επεξηγήσεις που δόθηκαν σε αυτή την αρχή (και στην έννοια της αιτίας) μπορούν να συνοψιστούν σε δύο βασικές τοποθετήσεις, η μία από τις οποίες είναι ουσιωδώς ορθολογική, ενώ η άλλη περισσότερο εμπειρική. Η πρώτη –που ανάγεται στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη– θεωρεί τη σχέση α. ως έναν δεσμό ορθολογικό, σύμφωνα με τον οποίο το αποτέλεσμα «συνάγεται» αναγκαστικά από την αιτία του. Την εκδοχή αυτή παρέλαβε η μεσαιωνική φιλοσοφία, η οποία επεξεργάστηκε την αριστοτελική έννοια της πρώτης αιτίας κατά την αντίληψη ότι δεν τη θεωρεί πια θεμελιώδη αιτία, αλλά πρώτο κρίκο της ιεραρχικής εκείνης διάταξης των αιτιών που οδηγούν προς την πρώτη αιτία, δηλαδή τον Θεό. Με την ανατολή της νέας επιστήμης, χάρη στα έργα του Κοπέρνικου, του Κέπλερ και του Γαλιλαίου, επιβάλλεται οριστικά η έννοια της αιτιώδους τάξης του κόσμου, που άλλοτε της αποδίδεται μηχανιστική σημασία (βλ. λ. Χομπς) και άλλοτε τελεολογική (βλ. λ. Σπινόζα)· παραμένει όμως αμετάβλητη κατά την ουσία. Αυτό παρατηρείται στη νεότερη σκέψη. Ο Χέγκελ και η ιδεαλιστική φιλοσοφία από το ένα μέρος, ο Λαπλάς και ο μηχανιστικός ντετερμινισμός από το άλλο, αποδέχονται την αρχή της α. ως απαγωγικής σχέσης. Μια δεύτερη ερμηνεία της α. την περιορίζει σε απλή μορφή του εμπειρικού ή χρονικού δεσμού, σύμφωνα με τον οποίο το αποτέλεσμα μπορεί πάντοτε να προβλεφθεί αν ξεκινήσουμε από την αιτία, χάρη στη σταθερότητα της σχέσης διαδοχής. Αντιληπτή ήδη κατά τον 11ο αι. από τον Άραβα Αλ-Γκαζάλι, κατά τον οποίον η μοναδική ασφαλής εκδοχή είναι η χρονική, και κατά τον 14ο αι. από τον Όκαμ, η κριτική της έννοιας της απαγωγικότητας έγινε αντικείμενο εμβάθυνσης από τον Χιουμ, σύμφωνα με τον οποίο «όλοι οι προηγούμενοι συλλογισμοί μας δεν μπορούν να προβλέψουν ένα οποιοδήποτε μοναδικό γεγονός χωρίς τη βοήθεια της παρατήρησης και της πείρας». Για να μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι υπάρχει μια σχέση α. είναι λοιπόν αναγκαία η παρατήρηση της εμπειρικής επανάληψης ενός δεσμού μεταξύ δύο γεγονότων και του τρόπου με τον οποίο αυτή είναι δυνατή. Αυτή η διαπίστωση βρίσκεται στη βάση όλων των νεότερων ερευνών πάνω στις έννοιες της α., του καθορισμού της πιθανότητας κλπ. Οι τελευταίες εξελίξεις της φυσικής, και κυρίως της κβαντικής μηχανικής, έβαλαν από το άλλο μέρος σε αμφιβολία την αρχή της α., βεβαιώνοντας ότι η έννοια της πιθανότητας είναι η μόνη θεμελιακή έννοια που επιτρέπει να δοθεί μια εξήγηση της πραγματικότητας. Αυτός ο νεωτερισμός αναστάτωσε την επιστημονική ορολογία, σύμφωνα με την οποία η έννοια της α. ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τις πιο σύγχρονες έννοιες του όρου και του καθορισμού, αν και η πραξιολογική ανάλυση των εννοιών που χρησιμοποιούνται στις επιστήμες τείνει να θεωρήσει αυτό τον νεωτερισμό μάλλον ως περαιτέρω ανάπτυξη της ερμηνείας της α. που είχε δώσει ο Χιουμ.
* * *
η
1. σχέση αιτίας και αποτελέσματος
2. υπαιτιότητα, ενοχή
3. «αρχή τής αιτιότητας» — το φιλοσοφικό αξίωμα ότι κάθε γεγονός έχει την αιτία του και οι ίδιες αιτίες -υπό τις αυτές συνθήκες- παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίτιον ή αιτία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιτιότητα — η 1. η φιλοσοφική άποψη κατά την οποία κάθε φυσικό φαινόμενο έχει την υλική του αιτία: Αιτιότητα είναι η πραγματική σχέση ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. 2. «Αρχή ή νόμος της αιτιότητας», κάθε γεγονός έχει την αιτία του και κάτω από τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… …   Dictionary of Greek

  • αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… …   Dictionary of Greek

  • ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • αιτιώδης — ( ους), ες (Α αἰτιώδης) [αἰτία] αυτός που περιέχει, που κλείνει μέσα του την αιτία ενός πράγματος, ο αίτιος νεοελλ. φρ. «αιτιώδης σχέση», σχέση αιτίας και αποτελέσματος, αιτιότητα αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με την αιτία ενός πράγματος, ο… …   Dictionary of Greek

  • ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… …   Dictionary of Greek

  • αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάντερ, Σάμιουελ — (Samuel Alexander, 1859 – 1938). Άγγλος φιλόσοφος, από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Σπούδασε στη Μελβούρνη, την Οξφόρδη και τη Γερμανία. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βικτορίας του Μάντσεστερ, από το 1893 έως το 1924. Η φιλοσοφία του, μια… …   Dictionary of Greek

  • Άντλερ, Μαξ — (Max Adler, Βιέννη 1873 – 1940). Αυστριακός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Οπαδός του αυστριακού ρεύματος του μαρξισμού, διεύθυνε με τον Χίλφερντινγκ την επιθεώρηση Μαρξιστικές Σπουδές (Marx Studien). Έδωσε έμφαση στην κοινωνιολογική όψη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”